ΜΑΤ

ΜΑΤ

Mat

Page d'aide sur l'homonymie Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom.
  • Mat, adjectif
  • Marcel Turlin dit Mat (1895-1982), dessinateur français
  • Le Mat, carte du tarot de Marseille
  • Mat (abréviation fréquente d'échec et mat), position finale gagnante du jeu d'échecs
  • MAT 49, pistolet mitrailleur français
  • MAT, pour Microwave Anisotropy Telescope, un instrument d'observation des anisotropies du fond diffus cosmologique, également appelé TOCO
  • Un mat, nappe en fibres (de verre, synthétiques...) longues ou coupées, disposées « en vrac » (non tissées), utilisée dans la fabrication de matériaux composites
  • Le Mat, l'argot russe
  • ΜΑΤ (mu alpha tau), pour Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης, la police anti-émeutes grecque
  • Mât, un espar servant à soutenir les voiles sur un bateau à voiles. De manière plus générale, un pylône vertical.
  • Microangiopathie thrombotique en médecine
Ce document provient de « Mat ».

Wikimedia Foundation. 2010.

Contenu soumis à la licence CC-BY-SA. Source : Article ΜΑΤ de Wikipédia en français (auteurs)

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ματ — (I) (άκλιτο) ο άστιλπνος, ο θαμπός, αυτός που δεν γυαλίζει («ματ χαρτί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mat < λατ. mattus]. (II) το όρος τού σκακιού που δηλώνει την ήττα τού αντιπάλου («ματ σε δύο κινήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. māta «είναι πεθαμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ματ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. όχι γυαλιστερός: Φωτογραφία ματ. 2. σκακιστικός όρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντίλον, Ματ — (Matt Dillon, Νέα Υόρκη 1964 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο Ν. διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους ατίθασων, επαναστατημένων εφήβων, πείθοντας εύκολα αφού και ο ίδιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη σε ηλικία μόλις 15 ετών.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek …   Wikipedia

  • Matthew Nielsen — Matt Nielsen Nielsen with Valencia BC Position Power forward Height 208 cm (6 ft 10 in) Weight 106 kg (230 lb) …   Wikipedia

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • MAT — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. {{{image}}}   Sigles d une seule lettre   Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres …   Wikipédia en Français

  • Mat — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom.   Sigles d’une seule lettre   Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres   Sigles de quatre lettres …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”