- Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Τρίϐω futur et aoriste
-
Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Τρίϐω futur et aoriste
Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l'aoriste.
Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux).
Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur Aoriste Futur I
N
D
I
C
A
T
I
FSg. 1 ἔτριψα τρίψω ἐτριψάμην τρίψομαι (ἐτρίφθην)
ἐτρίϐην(τριφθήσομαι)
τριϐήσομαι2 ἔτριψας τρίψεις ἐτρίψω τρίψει / τρίψῃ (ἐτρίφθης)
ἐτρίϐης(τριφθήσει / τριφθήσῃ)
τριϐήσει / τριϐήσῃ3 ἔτριψε(ν) τρίψει ἐτρίψατο τρίψεται (ἐτρίφθη)
ἐτρίϐη(τριφθήσεται)
τριϐήσεταιPl. 1 ἐτρίψαμεν τρίψομεν ἐτριψάμεθα τριψόμεθα (ἐτρίφθημεν)
ἐτρίϐημεν(τριφθησόμεθα)
τριϐησόμεθα2 ἐτρίψατε τρίψετε ἐτρίψασθε τρίψεσθε (ἐτρίφθητε)
ἐτρίϐητε(τριφθήσεσθε)
τριϐήσεσθε3 ἔτριψαν τρίψουσι(ν) ἐτρίψαντο τρίψονται (ἐτρίφθησαν)
ἐτρίϐησαν(τριφθήσονται)
τριϐήσονταιDu. 2 ἐτριψάτην τρίψετον ἐτριψάσθην τρίψεσθον (ἐτριφθήτην)
ἐτριϐήτην(τριφθήσεσθον)
τριϐήσεσθον3 ἐτριψάτην τρίψετον ἐτριψάσθην τρίψεσθον (ἐτριφθήτην)
ἐτριϐήτην(τριφθήσεσθον)
τριϐήσεσθονI
M
P
É
R
A
T
I
FSg. 1 ─ ─ ─ ─ ─ ─ 2 τρῖψον ─ τρῖψαι ─ (τρίφθητι)
τρίϐηθι─ 3 τριψάτω ─ τριψάσθω ─ (τριφθήτω)
τριϐήτω─ Pl. 1 ─ ─ ─ ─ ─ ─ 2 τρίψατε ─ τρίψασθε ─ (τρίφθητε)
τρίϐητε─ 3 τριψάντων ─ τριψάσθων ─ (τριφθέντων)
τριϐέντων─ Du. 2 τρίψατον ─ τρίψασθον ─ (τρίφθητον)
τρίϐητον─ 3 τρίψατον ─ τριψάσθων ─ (τρίφθητον)
τρίϐητον─ Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur Aoriste Futur S
U
B
J
O
N
C
T
I
FSg. 1 τρίψω ─ τρίψωμαι ─ (τριφθῶ)
τριϐῶ─ 2 τρίψῃς ─ τρίψῃ ─ (τριφθῇς)
τριϐῇς─ 3 τρίψῃ ─ τρίψηται ─ (τριφθῇ)
τριϐῇ─ Pl. 1 τρίψωμεν ─ τριψώμεθα ─ (τριφθῶμεν)
τριϐῶμεν─ 2 τρίψητε ─ τρίψησθε ─ (τριφθῆτε)
τριϐῆτε─ 3 τρίψωσι(ν) ─ τρίψωνται ─ (τριφθῶσι(ν))
τριϐῶσι(ν)─ Du. 2 τρίψητον ─ τρίψησθον ─ (τριφθῆτον)
τριϐῆτον─ 3 τρίψητον ─ τρίψησθον ─ (τριφθῆτον)
τριϐῆτον─ O
P
T
A
T
I
FSg. 1 τρίψαιμι τρίψοιμι τριψαίμην τριψοίμην (τριφθείην)
τριϐείην(τριφθησοίμην)
τριϐησοίμην2 τρίψαις / τρίψειας τρίψοις τρίψαιο τρίψοιο (τριφθείης)
τριϐείης(τριφθήσοιο)
τριϐήσοιο3 τρίψαι / τρίψειε τρίψοι τρίψαιτο τρίψοιτο (τριφθείη)
τριϐείη(τριφθήσοιτο)
τριϐήσοιτοPl. 1 τρίψαιμεν τρίψοιμεν τριψαίμεθα τριψοίμεθα (τριφθεῖμεν /-είημεν)
τριϐεῖμεν /-είημεν(τριφθησοίμεθα)
τριϐησοίμεθα2 τρίψαιτε τρίψοιτε τρίψαισθε τρίψοισθε (τριφθεῖτε /-είημεν)
τριϐεῖτε /-είημεν(τριφθήσοισθε)
τριϐήσοισθε3 τρίψαιεν / τρίψειαν τρίψοιεν τρίψαιντο τρίψοιντο (τριφθεῖεν /-είησαν)
τριϐεῖεν /-είησαν(τριφθήσοιντο)
τριϐήσοιντοDu. 2 τριψαίτην τριψοίτην τριψαίσθην τριψοίσθην (τριφθεῖτην /-είητην)
τριϐεῖτην /-είητην(τριφθησοίμην)
τριϐησοίμην3 τριψαίτην τριψοίτην τριψαίσθην τριψοίσθην (τριφθεῖτην /-είητην)
τριϐεῖτην /-είητην(τριφθησοίμην)
τριϐησοίμηνINFINITIF Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur Aoriste Futur τρῖψαι τρίψειν τρίψασθαι τρίψεσθαι (τριφθῆναι)
τριϐῆναι(τριφθήσεσθαι)
τριϐήσεσθαιPART-
ICIPEMsc. τρίψας, -αντος τρίψων, -οντος τριψάμενος, -ου τριψόμενος, -ου (τριφθείς, -έντος)
τριϐείς, -έντος(τριφθησόμενος)
τριϐησόμενοςFm. τρίψασα, -άσης τρίψουσα, -ούσης τριψαμένη, -ης τριψομένη, -ης (τριφθτεῖσα, -είσης)
τριϐεῖσα, -είσης(τριφθησομένη)
τριϐησομένηNtr. τρῖψαν, -αντος τρῖψον, -οντος τριψάμενον, -ου τριψόμενος, -ου (τριφθέν, έντος)
τριϐέν, -έντος(τριφθησόμενον)
τριϐησόμενον
Retour à Conjugaisons du grec ancien (tableaux).
Catégorie : Langue grecque
Wikimedia Foundation. 2010.